ξανθοειδής

ξανθοειδής
ξανθο-ειδής, ές,
A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξανθοειδής — ξανθοειδής, ές (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος αρχ. ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη …   Dictionary of Greek

  • ξανθοειδής — yellow in appearance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”